- μολυβοκόντυλο
- τοβλ. μολυβδοκόνδυλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μολυβδοκόνδυλο — και μολυβοκόντυλο, το κοντύλι γραφής που αποτελείται από γραφίτη και άργιλο, ή άλλη χρωστική ύλη, η οποία περιέχεται σε λεπτή ξύλινη ράβδο, αλλ. μολύβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + κονδύλι/κοντύλι. Η λ., στον λόγιο τ. μολυβδοκόνδυλον, μαρτυρείται… … Dictionary of Greek